ερατεινός

ερατεινός
ἐρατεινός, -ή, -όν (Α)
εράσμιος, αγαπητός, χαριτωμένος (α. «Ἴλιον εἰς ἐρατεινήν» β. «ἐρατεινή ἠνορέη» — ανδρεία, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερατός + -εινός, κατ’ αναλογία προς τα αλγ-εινός, ποθ-εινός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐρατεινός — lovely masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατεινά — ἐρατεινός lovely neut nom/voc/acc pl ἐρατεινά̱ , ἐρατεινός lovely fem nom/voc/acc dual ἐρατεινά̱ , ἐρατεινός lovely fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατεινῶν — ἐρατεινός lovely fem gen pl ἐρατεινός lovely masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατεινόν — ἐρατεινός lovely masc acc sg ἐρατεινός lovely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατειναῖς — ἐρατεινός lovely fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατειναί — ἐρατεινός lovely fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατεινοί — ἐρατεινός lovely masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατεινοῦ — ἐρατεινός lovely masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατεινούς — ἐρατεινός lovely masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατεινῆς — ἐρατεινός lovely fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”